без примеровНайдено в 1 словаре
Греческо-русский словарь- Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.
- Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.
κοιτάζω
см. также κοιτάζομαι
смотреть, глядеть
осматривать, обследовать (больного)
следить, присматривать
Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
κοιτάζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
κοιτάζω | κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
κοιτάζεις | κοιτάζετε |
κοιτάζει | κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
κοίταζα | κοιτάζαμε |
κοίταζες | κοιτάζατε |
κοίταζε | κοιτάζανε, κοίταζαν |
Αόριστος | |
---|---|
κοίταξα | κοιτάξαμε |
κοίταξες | κοιτάξατε |
κοίταξε | κοιτάξανε, κοίταξαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιτάζω | θα κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
θα κοιτάζεις | θα κοιτάζετε |
θα κοιτάζει | θα κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοιτάξει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοιτάξει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κοιτάζω | να κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
να κοιτάζεις | να κοιτάζετε |
να κοιτάζει | να κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοιτάξει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοίταζε | κοιτάζετε |
Αόριστος | |
---|---|
κοίταξε | κοιτάξτε |
κοιτάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας κοιτάξει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοιτάζομαι | κοιταζόμαστε |
κοιτάζεσαι | κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
κοιτάζεται | κοιτάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
κοιταζόμουν, κοιταζόμουνα | κοιταζόμασταν, κοιταζόμαστε |
κοιταζόσουν, κοιταζόσουνα | κοιταζόσασταν, κοιταζόσαστε |
κοιταζόταν, κοιταζότανε | κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν, κοιτάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
κοιτάχτηκα | κοιταχτήκαμε |
κοιτάχτηκες | κοιταχτήκατε |
κοιτάχτηκε | κοιταχτήκανε, κοιτάχτηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιτάζομαι | θα κοιταζόμαστε |
θα κοιτάζεσαι | θα κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
θα κοιτάζεται | θα κοιτάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιταχτώ | θα κοιταχτούμε |
θα κοιταχτείς | θα κοιταχτείτε |
θα κοιταχτεί | θα κοιταχτούν, κοιταχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοιταχτεί | έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοιταχτεί | θα έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κοιτάζομαι | να κοιταζόμαστε |
να κοιτάζεσαι | να κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
να κοιτάζεται | να κοιτάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να κοιταχτώ | να κοιταχτούμε |
να κοιταχτείς | να κοιταχτείτε |
να κοιταχτεί | να κοιταχτούν, κοιταχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοιταχτεί | να έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | κοιτάζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
κοιτάξου | κοιταχτείτε |
- |
κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
κοιτάζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
κοιτάζω | κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
κοιτάζεις | κοιτάζετε |
κοιτάζει | κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
κοίταζα | κοιτάζαμε |
κοίταζες | κοιτάζατε |
κοίταζε | κοιτάζανε, κοίταζαν |
Αόριστος | |
---|---|
κοίταξα | κοιτάξαμε |
κοίταξες | κοιτάξατε |
κοίταξε | κοιτάξανε, κοίταξαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιτάζω | θα κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
θα κοιτάζεις | θα κοιτάζετε |
θα κοιτάζει | θα κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοιτάξει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοιτάξει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κοιτάζω | να κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
να κοιτάζεις | να κοιτάζετε |
να κοιτάζει | να κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοιτάξει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοίταζε | κοιτάζετε |
Αόριστος | |
---|---|
κοίταξε | κοιτάξτε |
κοιτάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας κοιτάξει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοιτάζομαι | κοιταζόμαστε |
κοιτάζεσαι | κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
κοιτάζεται | κοιτάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
κοιταζόμουν, κοιταζόμουνα | κοιταζόμασταν, κοιταζόμαστε |
κοιταζόσουν, κοιταζόσουνα | κοιταζόσασταν, κοιταζόσαστε |
κοιταζόταν, κοιταζότανε | κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν, κοιτάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
κοιτάχτηκα | κοιταχτήκαμε |
κοιτάχτηκες | κοιταχτήκατε |
κοιτάχτηκε | κοιταχτήκανε, κοιτάχτηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιτάζομαι | θα κοιταζόμαστε |
θα κοιτάζεσαι | θα κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
θα κοιτάζεται | θα κοιτάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιταχτώ | θα κοιταχτούμε |
θα κοιταχτείς | θα κοιταχτείτε |
θα κοιταχτεί | θα κοιταχτούν, κοιταχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοιταχτεί | έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοιταχτεί | θα έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κοιτάζομαι | να κοιταζόμαστε |
να κοιτάζεσαι | να κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
να κοιτάζεται | να κοιτάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να κοιταχτώ | να κοιταχτούμε |
να κοιταχτείς | να κοιταχτείτε |
να κοιταχτεί | να κοιταχτούν, κοιταχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοιταχτεί | να έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | κοιτάζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
κοιτάξου | κοιταχτείτε |
- |
κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |