about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
без примеровНайдено в 1 словаре

Греческо-русский словарь
  • Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.

κοιτάζω

см. также κοιτάζομαι

  1. смотреть, глядеть

  2. осматривать, обследовать (больного)

  3. следить, присматривать

Добавить в мой словарь

κοιτάζω1/3
смотре́ть; гляде́ть

Переводы пользователей

Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!

Формы слова

κοιτάζω

ρήμα
Ενεστώτας
κοιτάζωκοιτάζομε, κοιτάζουμε
κοιτάζειςκοιτάζετε
κοιτάζεικοιτάζουν, κοιτάζουνε
Παρατατικός
κοίταζακοιτάζαμε
κοίταζεςκοιτάζατε
κοίταζεκοιτάζανε, κοίταζαν
Αόριστος
κοίταξακοιτάξαμε
κοίταξεςκοιτάξατε
κοίταξεκοιτάξανε, κοίταξαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κοιτάζω θα κοιτάζομε, κοιτάζουμε
θα κοιτάζεις θα κοιτάζετε
θα κοιτάζει θα κοιτάζουν, κοιτάζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω κοιτάξειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κοιτάξει θα έχω -
Ενεστώτας
να κοιτάζω να κοιτάζομε, κοιτάζουμε
να κοιτάζεις να κοιτάζετε
να κοιτάζει να κοιτάζουν, κοιτάζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω κοιτάξεινα έχω -
Ενεστώτας
κοίταζεκοιτάζετε
Αόριστος
κοίταξεκοιτάξτε
κοιτάζοντας
Παρακείμενος
έχοντας κοιτάξειέχοντας -
Ενεστώτας
κοιτάζομαικοιταζόμαστε
κοιτάζεσαικοιταζόσαστε, κοιτάζεστε
κοιτάζεταικοιτάζονται
Παρατατικός
κοιταζόμουν, κοιταζόμουνακοιταζόμασταν, κοιταζόμαστε
κοιταζόσουν, κοιταζόσουνακοιταζόσασταν, κοιταζόσαστε
κοιταζόταν, κοιταζότανεκοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν, κοιτάζονταν
Αόριστος
κοιτάχτηκακοιταχτήκαμε
κοιτάχτηκεςκοιταχτήκατε
κοιτάχτηκεκοιταχτήκανε, κοιτάχτηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κοιτάζομαι θα κοιταζόμαστε
θα κοιτάζεσαι θα κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε
θα κοιτάζεται θα κοιτάζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα κοιταχτώ θα κοιταχτούμε
θα κοιταχτείς θα κοιταχτείτε
θα κοιταχτεί θα κοιταχτούν, κοιταχτούνε
Παρακείμενος
έχω κοιταχτείέχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κοιταχτεί θα έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους
Ενεστώτας
να κοιτάζομαι να κοιταζόμαστε
να κοιτάζεσαι να κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε
να κοιτάζεται να κοιτάζονται
Αόριστος
να κοιταχτώ να κοιταχτούμε
να κοιταχτείς να κοιταχτείτε
να κοιταχτεί να κοιταχτούν, κοιταχτούνε
Παρακείμενος
να έχω κοιταχτείνα έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους
Ενεστώτας
-κοιτάζεστε
Αόριστος
κοιτάξουκοιταχτείτε
-
κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους

κοιτάζω

ρήμα
Ενεστώτας
κοιτάζωκοιτάζομε, κοιτάζουμε
κοιτάζειςκοιτάζετε
κοιτάζεικοιτάζουν, κοιτάζουνε
Παρατατικός
κοίταζακοιτάζαμε
κοίταζεςκοιτάζατε
κοίταζεκοιτάζανε, κοίταζαν
Αόριστος
κοίταξακοιτάξαμε
κοίταξεςκοιτάξατε
κοίταξεκοιτάξανε, κοίταξαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κοιτάζω θα κοιτάζομε, κοιτάζουμε
θα κοιτάζεις θα κοιτάζετε
θα κοιτάζει θα κοιτάζουν, κοιτάζουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω κοιτάξειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κοιτάξει θα έχω -
Ενεστώτας
να κοιτάζω να κοιτάζομε, κοιτάζουμε
να κοιτάζεις να κοιτάζετε
να κοιτάζει να κοιτάζουν, κοιτάζουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω κοιτάξεινα έχω -
Ενεστώτας
κοίταζεκοιτάζετε
Αόριστος
κοίταξεκοιτάξτε
κοιτάζοντας
Παρακείμενος
έχοντας κοιτάξειέχοντας -
Ενεστώτας
κοιτάζομαικοιταζόμαστε
κοιτάζεσαικοιταζόσαστε, κοιτάζεστε
κοιτάζεταικοιτάζονται
Παρατατικός
κοιταζόμουν, κοιταζόμουνακοιταζόμασταν, κοιταζόμαστε
κοιταζόσουν, κοιταζόσουνακοιταζόσασταν, κοιταζόσαστε
κοιταζόταν, κοιταζότανεκοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν, κοιτάζονταν
Αόριστος
κοιτάχτηκακοιταχτήκαμε
κοιτάχτηκεςκοιταχτήκατε
κοιτάχτηκεκοιταχτήκανε, κοιτάχτηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κοιτάζομαι θα κοιταζόμαστε
θα κοιτάζεσαι θα κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε
θα κοιτάζεται θα κοιτάζονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα κοιταχτώ θα κοιταχτούμε
θα κοιταχτείς θα κοιταχτείτε
θα κοιταχτεί θα κοιταχτούν, κοιταχτούνε
Παρακείμενος
έχω κοιταχτείέχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κοιταχτεί θα έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους
Ενεστώτας
να κοιτάζομαι να κοιταζόμαστε
να κοιτάζεσαι να κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε
να κοιτάζεται να κοιτάζονται
Αόριστος
να κοιταχτώ να κοιταχτούμε
να κοιταχτείς να κοιταχτείτε
να κοιταχτεί να κοιταχτούν, κοιταχτούνε
Παρακείμενος
να έχω κοιταχτείνα έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους
Ενεστώτας
-κοιτάζεστε
Αόριστος
κοιτάξουκοιταχτείτε
-
κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους