без примеровНайдено в 1 словаре
Греческо-русский словарь- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
κοιτάζομαι
см. также κοιτάζω
смотреться (в зеркало)
следить за собой, беречься
Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
κοιτάζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
κοιτάζω | κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
κοιτάζεις | κοιτάζετε |
κοιτάζει | κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
κοίταζα | κοιτάζαμε |
κοίταζες | κοιτάζατε |
κοίταζε | κοιτάζανε, κοίταζαν |
Αόριστος | |
---|---|
κοίταξα | κοιτάξαμε |
κοίταξες | κοιτάξατε |
κοίταξε | κοιτάξανε, κοίταξαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιτάζω | θα κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
θα κοιτάζεις | θα κοιτάζετε |
θα κοιτάζει | θα κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοιτάξει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοιτάξει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κοιτάζω | να κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
να κοιτάζεις | να κοιτάζετε |
να κοιτάζει | να κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοιτάξει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοίταζε | κοιτάζετε |
Αόριστος | |
---|---|
κοίταξε | κοιτάξτε |
κοιτάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας κοιτάξει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοιτάζομαι | κοιταζόμαστε |
κοιτάζεσαι | κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
κοιτάζεται | κοιτάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
κοιταζόμουν, κοιταζόμουνα | κοιταζόμασταν, κοιταζόμαστε |
κοιταζόσουν, κοιταζόσουνα | κοιταζόσασταν, κοιταζόσαστε |
κοιταζόταν, κοιταζότανε | κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν, κοιτάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
κοιτάχτηκα | κοιταχτήκαμε |
κοιτάχτηκες | κοιταχτήκατε |
κοιτάχτηκε | κοιταχτήκανε, κοιτάχτηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιτάζομαι | θα κοιταζόμαστε |
θα κοιτάζεσαι | θα κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
θα κοιτάζεται | θα κοιτάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιταχτώ | θα κοιταχτούμε |
θα κοιταχτείς | θα κοιταχτείτε |
θα κοιταχτεί | θα κοιταχτούν, κοιταχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοιταχτεί | έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοιταχτεί | θα έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κοιτάζομαι | να κοιταζόμαστε |
να κοιτάζεσαι | να κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
να κοιτάζεται | να κοιτάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να κοιταχτώ | να κοιταχτούμε |
να κοιταχτείς | να κοιταχτείτε |
να κοιταχτεί | να κοιταχτούν, κοιταχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοιταχτεί | να έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | κοιτάζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
κοιτάξου | κοιταχτείτε |
- |
κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
κοιτάζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
κοιτάζω | κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
κοιτάζεις | κοιτάζετε |
κοιτάζει | κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
κοίταζα | κοιτάζαμε |
κοίταζες | κοιτάζατε |
κοίταζε | κοιτάζανε, κοίταζαν |
Αόριστος | |
---|---|
κοίταξα | κοιτάξαμε |
κοίταξες | κοιτάξατε |
κοίταξε | κοιτάξανε, κοίταξαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιτάζω | θα κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
θα κοιτάζεις | θα κοιτάζετε |
θα κοιτάζει | θα κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοιτάξει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοιτάξει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κοιτάζω | να κοιτάζομε, κοιτάζουμε |
να κοιτάζεις | να κοιτάζετε |
να κοιτάζει | να κοιτάζουν, κοιτάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοιτάξει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοίταζε | κοιτάζετε |
Αόριστος | |
---|---|
κοίταξε | κοιτάξτε |
κοιτάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας κοιτάξει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοιτάζομαι | κοιταζόμαστε |
κοιτάζεσαι | κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
κοιτάζεται | κοιτάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
κοιταζόμουν, κοιταζόμουνα | κοιταζόμασταν, κοιταζόμαστε |
κοιταζόσουν, κοιταζόσουνα | κοιταζόσασταν, κοιταζόσαστε |
κοιταζόταν, κοιταζότανε | κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν, κοιτάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
κοιτάχτηκα | κοιταχτήκαμε |
κοιτάχτηκες | κοιταχτήκατε |
κοιτάχτηκε | κοιταχτήκανε, κοιτάχτηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιτάζομαι | θα κοιταζόμαστε |
θα κοιτάζεσαι | θα κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
θα κοιτάζεται | θα κοιτάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα κοιταχτώ | θα κοιταχτούμε |
θα κοιταχτείς | θα κοιταχτείτε |
θα κοιταχτεί | θα κοιταχτούν, κοιταχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοιταχτεί | έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοιταχτεί | θα έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κοιτάζομαι | να κοιταζόμαστε |
να κοιτάζεσαι | να κοιταζόσαστε, κοιτάζεστε |
να κοιτάζεται | να κοιτάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να κοιταχτώ | να κοιταχτούμε |
να κοιταχτείς | να κοιταχτείτε |
να κοιταχτεί | να κοιταχτούν, κοιταχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοιταχτεί | να έχω κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | κοιτάζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
κοιτάξου | κοιταχτείτε |
- |
κοιταγμένος, κοιταγμένη, κοιταγμένο, κοιταγμένου, κοιταγμένης, κοιταγμένε, κοιταγμένοι, κοιταγμένες, κοιταγμένα, κοιταγμένων, κοιταγμένους |