Добавить в мой словарь
συμβολή
Сущ. мужского родавклад; соде́йствие
Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
συμβολή
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η συμβολή | οι συμβολές |
Γενική | της συμβολής | των συμβολών |
Αιτιατική | τη(ν) συμβολή, συμβολήν | τις συμβολές |
Κλητική | συμβολή | συμβολές |