about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
без примеровНайдено в 1 словаре

Греческо-русский словарь
  • dicts.universal_el_ru.description

κυρτώνω

гнуть, сгибать

Добавить в мой словарь

κυρτώνω
гнуть; сгиба́ть

Переводы пользователей

Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!

Формы слова

κυρτώνω

ρήμα, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας
κυρτώνωκυρτώνομε, κυρτώνουμε
κυρτώνειςκυρτώνετε
κυρτώνεικυρτώνουν, κυρτώνουνε
Παρατατικός
κύρτωνακυρτώναμε
κύρτωνεςκυρτώνατε
κύρτωνεκυρτώνανε, κύρτωναν
Αόριστος
κύρτωσακυρτώσαμε
κύρτωσεςκυρτώσατε
κύρτωσεκυρτώσανε, κύρτωσαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κυρτώνω θα κυρτώνομε, κυρτώνουμε
θα κυρτώνεις θα κυρτώνετε
θα κυρτώνει θα κυρτώνουν, κυρτώνουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα κυρτώνω, κυρτώσω θα κυρτώνομε, κυρτώνουμε, κυρτώσουμε
θα κυρτώνεις, κυρτώσεις θα κυρτώνετε, κυρτώσετε
θα κυρτώνει, κυρτώσει θα κυρτώνουν, κυρτώνουνε, κυρτώσουν, κυρτώσουνε
Παρακείμενος
έχω κυρτώσειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κυρτώσει θα έχω -
Ενεστώτας
να κυρτώνω να κυρτώνομε, κυρτώνουμε
να κυρτώνεις να κυρτώνετε
να κυρτώνει να κυρτώνουν, κυρτώνουνε
Αόριστος
να κυρτώνω, κυρτώσω να κυρτώνομε, κυρτώνουμε, κυρτώσουμε
να κυρτώνεις, κυρτώσεις να κυρτώνετε, κυρτώσετε
να κυρτώνει, κυρτώσει να κυρτώνουν, κυρτώνουνε, κυρτώσουν, κυρτώσουνε
Παρακείμενος
να έχω κυρτώσει να έχω -
Ενεστώτας
κύρτωνεκυρτώνετε
Αόριστος
κύρτωσεκυρτώστε
κυρτώνοντας
Παρακείμενος
έχοντας κυρτώσειέχοντας -

κυρτώνω

ρήμα
Ενεστώτας
κυρτώνωκυρτώνομε, κυρτώνουμε
κυρτώνειςκυρτώνετε
κυρτώνεικυρτώνουν, κυρτώνουνε
Παρατατικός
κύρτωνακυρτώναμε
κύρτωνεςκυρτώνατε
κύρτωνεκυρτώνανε, κύρτωναν
Αόριστος
κύρτωσακυρτώσαμε
κύρτωσεςκυρτώσατε
κύρτωσεκυρτώσανε, κύρτωσαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κυρτώνω θα κυρτώνομε, κυρτώνουμε
θα κυρτώνεις θα κυρτώνετε
θα κυρτώνει θα κυρτώνουν, κυρτώνουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω κυρτώσειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κυρτώσει θα έχω -
Ενεστώτας
να κυρτώνω να κυρτώνομε, κυρτώνουμε
να κυρτώνεις να κυρτώνετε
να κυρτώνει να κυρτώνουν, κυρτώνουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω κυρτώσεινα έχω -
Ενεστώτας
κύρτωνεκυρτώνετε
Αόριστος
κύρτωσεκυρτώστε
κυρτώνοντας
Παρακείμενος
έχοντας κυρτώσειέχοντας -
Ενεστώτας
κυρτώνομαικυρτωνόμαστε
κυρτώνεσαικυρτωνόσαστε, κυρτώνεστε
κυρτώνεταικυρτώνονται
Παρατατικός
κυρτωνόμουν, κυρτωνόμουνακυρτωνόμασταν
κυρτωνόσουν, κυρτωνόσουνακυρτωνόσασταν, κυρτωνόσαστε
κυρτωνόταν, κυρτωνότανεκυρτωνόντανε, κυρτωνόντουσαν, κυρτώνονταν
Αόριστος
κυρτώθηκακυρτωθήκαμε
κυρτώθηκεςκυρτωθήκατε
κυρτώθηκεκυρτωθήκαν, κυρτωθήκανε, κυρτώθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κυρτώνομαι θα κυρτωνόμαστε
θα κυρτώνεσαι θα κυρτωνόσαστε, κυρτώνεστε
θα κυρτώνεται θα κυρτώνονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα κυρτωθώ θα κυρτωθούμε
θα κυρτωθείς θα κυρτωθείτε
θα κυρτωθεί θα κυρτωθούν, κυρτωθούνε
Παρακείμενος
έχω κυρτωθείέχω κυρτωμένος, κυρτωμένη, κυρτωμένο, κυρτωμένου, κυρτωμένης, κυρτωμένε, κυρτωμένοι, κυρτωμένες, κυρτωμένα, κυρτωμένων, κυρτωμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κυρτωθεί θα έχω κυρτωμένος, κυρτωμένη, κυρτωμένο, κυρτωμένου, κυρτωμένης, κυρτωμένε, κυρτωμένοι, κυρτωμένες, κυρτωμένα, κυρτωμένων, κυρτωμένους
Ενεστώτας
να κυρτώνομαι να κυρτωνόμαστε
να κυρτώνεσαι να κυρτωνόσαστε, κυρτώνεστε
να κυρτώνεται να κυρτώνονται
Αόριστος
να κυρτωθώ να κυρτωθούμε
να κυρτωθείς να κυρτωθείτε
να κυρτωθεί να κυρτωθούν, κυρτωθούνε
Παρακείμενος
να έχω κυρτωθείνα έχω κυρτωμένος, κυρτωμένη, κυρτωμένο, κυρτωμένου, κυρτωμένης, κυρτωμένε, κυρτωμένοι, κυρτωμένες, κυρτωμένα, κυρτωμένων, κυρτωμένους
Ενεστώτας
-κυρτώνεστε
Αόριστος
κυρτώσουκυρτωθείτε
-
κυρτωμένος, κυρτωμένη, κυρτωμένο, κυρτωμένου, κυρτωμένης, κυρτωμένε, κυρτωμένοι, κυρτωμένες, κυρτωμένα, κυρτωμένων, κυρτωμένους