Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
ισάζω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
ισάζω | ισάζομε, ισάζουμε |
ισάζεις | ισάζετε |
ισάζει | ισάζουν, ισάζουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
ίσαζα | ισάζαμε |
ίσαζες | ισάζατε |
ίσαζε | ισάζανε, ίσαζαν |
Αόριστος | |
---|---|
ίσασα | ισάσαμε |
ίσασες | ισάσατε |
ίσασε | ισάσανε, ίσασαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα ισάζω | θα ισάζομε, ισάζουμε |
θα ισάζεις | θα ισάζετε |
θα ισάζει | θα ισάζουν, ισάζουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω ισάσει | έχω ισαζόμενος, ισαζόμενη, ισαζόμενο, ισαζόμενου, ισαζόμενης, ισαζόμενε, ισαζόμενοι, ισαζόμενες, ισαζόμενα, ισαζόμενων, ισαζόμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω ισάσει | θα έχω ισαζόμενος, ισαζόμενη, ισαζόμενο, ισαζόμενου, ισαζόμενης, ισαζόμενε, ισαζόμενοι, ισαζόμενες, ισαζόμενα, ισαζόμενων, ισαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να ισάζω | να ισάζομε, ισάζουμε |
να ισάζεις | να ισάζετε |
να ισάζει | να ισάζουν, ισάζουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω ισάσει | να έχω ισαζόμενος, ισαζόμενη, ισαζόμενο, ισαζόμενου, ισαζόμενης, ισαζόμενε, ισαζόμενοι, ισαζόμενες, ισαζόμενα, ισαζόμενων, ισαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
ίσαζε | - |
Αόριστος | |
---|---|
ίσασε | ισάστε |
ισάζοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας ισάσει | έχοντας ισαζόμενος, ισαζόμενη, ισαζόμενο, ισαζόμενου, ισαζόμενης, ισαζόμενε, ισαζόμενοι, ισαζόμενες, ισαζόμενα, ισαζόμενων, ισαζόμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
ισάζομαι | ισαζόμαστε |
ισάζεσαι | ισαζόσαστε, ισάζεστε |
ισάζεται | ισάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
ισαζόμουν, ισαζόμουνα | ισαζόμασταν, ισαζόμαστε |
ισαζόσουν, ισαζόσουνα | ισαζόσασταν, ισαζόσαστε |
ισαζόταν, ισαζότανε | ισαζόντανε, ισαζόντουσαν, ισάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
ισάστηκα, *ισάσθηκα | ισαστήκαμε, *ισασθήκαμε |
ισάστηκες, *ισάσθηκες | ισαστήκατε, *ισασθήκατε |
ισάστηκε, *ισάσθηκε | ισαστήκανε, ισάστηκαν, *ισασθήκαν, *ισασθήκανε, *ισάσθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα ισάζομαι | θα ισαζόμαστε |
θα ισάζεσαι | θα ισαζόσαστε, ισάζεστε |
θα ισάζεται | θα ισάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα ισαστώ | θα ισαστούμε |
θα ισαστείς | θα ισαστείτε |
θα ισαστεί | θα ισαστούν, ισαστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω ισαστεί | έχω ισασμένος, ισασμένη, ισασμένο, ισασμένου, ισασμένης, ισασμένε, ισασμένοι, ισασμένες, ισασμένα, ισασμένων, ισασμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω ισαστεί | θα έχω ισασμένος, ισασμένη, ισασμένο, ισασμένου, ισασμένης, ισασμένε, ισασμένοι, ισασμένες, ισασμένα, ισασμένων, ισασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να ισάζομαι | να ισαζόμαστε |
να ισάζεσαι | να ισαζόσαστε, ισάζεστε |
να ισάζεται | να ισάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να ισαστώ | να ισαστούμε |
να ισαστείς | να ισαστείτε |
να ισαστεί | να ισαστούν, ισαστούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω ισαστεί | να έχω ισασμένος, ισασμένη, ισασμένο, ισασμένου, ισασμένης, ισασμένε, ισασμένοι, ισασμένες, ισασμένα, ισασμένων, ισασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | ισάζεστε |
Αόριστος | |
---|---|
ισάσου | ισαστείτε |
ισαζόμενος, ισαζόμενη, ισαζόμενο, ισαζόμενου, ισαζόμενης, ισαζόμενε, ισαζόμενοι, ισαζόμενες, ισαζόμενα, ισαζόμενων, ισαζόμενους |
ισασμένος, ισασμένη, ισασμένο, ισασμένου, ισασμένης, ισασμένε, ισασμένοι, ισασμένες, ισασμένα, ισασμένων, ισασμένους |