about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
без примеровНайдено в 1 словаре

Греческо-русский словарь
  • Содержит около 22 000 слов, широко употребляемых в повседневной жизни, а также широко распространенные словосочетания и необходимые грамматические сведения.

ιδρύω

  1. воздвигать, сооружать

  2. основывать, создавать

Добавить в мой словарь

ιδρύω1/2
воздвига́ть; сооружа́ть

Переводы пользователей

Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!

Формы слова

ιδρύω

ρήμα
Ενεστώτας
ιδρύωιδρύομε, ιδρύουμε
ιδρύειςιδρύετε
ιδρύειιδρύουν, ιδρύουνε
Παρατατικός
ίδρυαιδρύαμε
ίδρυεςιδρύατε
ίδρυειδρύανε, ίδρυαν
Αόριστος
ίδρυσαιδρύσαμε
ίδρυσεςιδρύσατε
ίδρυσειδρύσανε, ίδρυσαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ιδρύω θα ιδρύομε, ιδρύουμε
θα ιδρύεις θα ιδρύετε
θα ιδρύει θα ιδρύουν, ιδρύουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω ιδρύσειέχω ιδρυόμενος, ιδρυόμενη, ιδρυόμενο, ιδρυόμενου, ιδρυόμενης, ιδρυόμενε, ιδρυόμενοι, ιδρυόμενες, ιδρυόμενα, ιδρυόμενων, ιδρυόμενους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω ιδρύσει θα έχω ιδρυόμενος, ιδρυόμενη, ιδρυόμενο, ιδρυόμενου, ιδρυόμενης, ιδρυόμενε, ιδρυόμενοι, ιδρυόμενες, ιδρυόμενα, ιδρυόμενων, ιδρυόμενους
Ενεστώτας
να ιδρύω να ιδρύομε, ιδρύουμε
να ιδρύεις να ιδρύετε
να ιδρύει να ιδρύουν, ιδρύουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω ιδρύσεινα έχω ιδρυόμενος, ιδρυόμενη, ιδρυόμενο, ιδρυόμενου, ιδρυόμενης, ιδρυόμενε, ιδρυόμενοι, ιδρυόμενες, ιδρυόμενα, ιδρυόμενων, ιδρυόμενους
Ενεστώτας
ίδρυειδρύετε, ιδρύσετε, ιδρύστε
Αόριστος
ίδρυσε-
ιδρύοντας
Παρακείμενος
έχοντας ιδρύσειέχοντας ιδρυόμενος, ιδρυόμενη, ιδρυόμενο, ιδρυόμενου, ιδρυόμενης, ιδρυόμενε, ιδρυόμενοι, ιδρυόμενες, ιδρυόμενα, ιδρυόμενων, ιδρυόμενους
Ενεστώτας
ιδρύομαιιδρυόμαστε
ιδρύεσαιιδρυόσαστε, ιδρύεστε
ιδρύεταιιδρύονται
Παρατατικός
ιδρυόμουν, ιδρυόμουναιδρυόμασταν, ιδρυόμαστε
ιδρυόσουν, ιδρυόσουναιδρυόσασταν, ιδρυόσαστε
ιδρυόταν, ιδρυότανειδρύονταν
Αόριστος
ιδρύθηκαιδρυθήκαμε
ιδρύθηκεςιδρυθήκατε
ιδρύθηκειδρυθήκαν, ιδρυθήκανε, ιδρύθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ιδρύομαι θα ιδρυόμαστε
θα ιδρύεσαι θα ιδρυόσαστε, ιδρύεστε
θα ιδρύεται θα ιδρύονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω ιδρυθείέχω ιδρυμένος, ιδρυμένη, ιδρυμένο, ιδρυμένου, ιδρυμένης, ιδρυμένε, ιδρυμένοι, ιδρυμένες, ιδρυμένα, ιδρυμένων, ιδρυμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω ιδρυθεί θα έχω ιδρυμένος, ιδρυμένη, ιδρυμένο, ιδρυμένου, ιδρυμένης, ιδρυμένε, ιδρυμένοι, ιδρυμένες, ιδρυμένα, ιδρυμένων, ιδρυμένους
Ενεστώτας
να ιδρύομαι να ιδρυόμαστε
να ιδρύεσαι να ιδρυόσαστε, ιδρύεστε
να ιδρύεται να ιδρύονται
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω ιδρυθείνα έχω ιδρυμένος, ιδρυμένη, ιδρυμένο, ιδρυμένου, ιδρυμένης, ιδρυμένε, ιδρυμένοι, ιδρυμένες, ιδρυμένα, ιδρυμένων, ιδρυμένους
Ενεστώτας
-ιδρύεστε
Αόριστος
ιδρύσουιδρυθείτε
ιδρυόμενος, ιδρυόμενη, ιδρυόμενο, ιδρυόμενου, ιδρυόμενης, ιδρυόμενε, ιδρυόμενοι, ιδρυόμενες, ιδρυόμενα, ιδρυόμενων, ιδρυόμενους
ιδρυμένος, ιδρυμένη, ιδρυμένο, ιδρυμένου, ιδρυμένης, ιδρυμένε, ιδρυμένοι, ιδρυμένες, ιδρυμένα, ιδρυμένων, ιδρυμένους