Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
ακτινοβολία
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η ακτινοβολία | οι ακτινοβολίες |
Γενική | της ακτινοβολίας | των ακτινοβολιών |
Αιτιατική | τη(ν) ακτινοβολία, ακτινοβολίαν | τις ακτινοβολίες |
Κλητική | ακτινοβολία | ακτινοβολίες |