без примеровНайдено в 1 словаре
Греческо-русский словарь- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ακροβάτης
ο
акробат м
Добавить в мой словарь
ακροβάτης
акроба́т
Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
ακροβάτης
ουσιαστικό, αρσενικό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | ο ακροβάτης | οι ακροβάτες |
Γενική | του ακροβάτη, *ακροβάτου | των ακροβατών |
Αιτιατική | τον ακροβάτη, ακροβάτην | τους ακροβάτες |
Κλητική | ακροβάτη | ακροβάτες |