без примеровНайдено в 1 словаре
Греческо-русский словарь- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
άβατος
непроходимый
Добавить в мой словарь
άβατος
непроходи́мыйПримеры
άβατ ο δάσος — девственный лес
Переводы пользователей
Пока нет переводов этого текста.
Будьте первым, кто переведёт его!
Формы слова
άβατος
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | άβατος | άβατη | άβατο |
Γενική | άβατου | άβατης | άβατου |
Αιτιατική | άβατο | άβατη | άβατο |
Κλητική | άβατε | άβατη | άβατο |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | άβατοι | άβατες | άβατα |
Γενική | άβατων | άβατων | άβατων |
Αιτιατική | άβατους | άβατες | άβατα |
Κλητική | άβατοι | άβατες | άβατα |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |