Adicionar ao meu dicionário
παραλήπτης
Substantivo masculinoполуча́тель; адреса́т
Traduções de usuários
Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!
Formas de palavra
παραλήπτης
ουσιαστικό, αρσενικό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | ο παραλήπτης | οι παραλήπτες |
Γενική | του παραλήπτη, *παραλήπτου | των παραληπτών |
Αιτιατική | τον παραλήπτη, παραλήπτην | τους παραλήπτες |
Κλητική | παραλήπτη | παραλήπτες |