sem exemplosEncontrado em 1 dicionário
O Dicionário Greco-Russo- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ο
πλ. οι
определённый артикль м.р. ед.ч.
Adicionar ao meu dicionário
ο
Traduções de usuários
Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!
Frases
η χρώση κατά του Γκραμ
окрашивание по Граму
η φωνή
голос
του τράνταξα μιά γροθιά
я его треснул кулаком
Formas de palavra
ο
άρθρο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | ο | η | το |
Γενική | του | της | του |
Αιτιατική | το, τον | τη, την | το |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | οι | οι | τα |
Γενική | των | των | των |
Αιτιατική | τους | τις | τα |