about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo
sem exemplosEncontrado em 1 dicionário

O Dicionário Greco-Russo
  • Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.

κομμένος

разрезанный; разорванный

Adicionar ao meu dicionário

κομμένος
разре́занный; разо́рванный

Traduções de usuários

Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!

Formas de palavra

κόβω

ρήμα
Ενεστώτας
κόβωκόβομε, κόβουμε
κόβειςκόβετε
κόβεικόβουν, κόβουνε
Παρατατικός
έκοβακόβαμε
έκοβεςκόβατε
έκοβεέκοβαν, κόβανε
Αόριστος
έκοψακόψαμε
έκοψεςκόψατε
έκοψεέκοψαν, κόψανε
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κόβω θα κόβομε, κόβουμε
θα κόβεις θα κόβετε
θα κόβει θα κόβουν, κόβουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω κόψειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κόψει θα έχω -
Ενεστώτας
να κόβω να κόβομε, κόβουμε
να κόβεις να κόβετε
να κόβει να κόβουν, κόβουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω κόψεινα έχω -
Ενεστώτας
κοβε, κόβεκόβετε
Αόριστος
κοψε, κόψεκόφτε, κόψτε
κόβοντας
Παρακείμενος
έχοντας κόψειέχοντας -
Ενεστώτας
κόβομαικοβόμαστε
κόβεσαικόβεστε
κόβεταικόβονται
Παρατατικός
κοβόμουν, κοβόμουνακοβόμασταν, κοβόμαστε
κοβόσουν, κοβόσουνακοβόσασταν, κοβόσαστε
κοβόταν, κοβότανεκοβόντανε, κοβόντουσαν, κόβονταν
Αόριστος
κόφτηκακοφτήκαμε
κόφτηκεςκοφτήκατε
κόφτηκεκοφτήκανε, κόφτηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κόβομαι θα κοβόμαστε
θα κόβεσαι θα κόβεστε
θα κόβεται θα κόβονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα κοφτώ θα κοφτούμε
θα κοφτείς θα κοφτείτε
θα κοφτεί θα κοφτούν
Παρακείμενος
έχω κοφτείέχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κοφτεί θα έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους
Ενεστώτας
να κόβομαι να κοβόμαστε
να κόβεσαι να κόβεστε
να κόβεται να κόβονται
Αόριστος
να κοφτώ να κοφτούμε
να κοφτείς να κοφτείτε
να κοφτεί να κοφτούν
Παρακείμενος
να έχω κοφτείνα έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους
Ενεστώτας
-κόβεστε
Αόριστος
κόψουκοφτείτε
-
κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους

κόβομαι

ρήμα, Παθητική φωνή
Ενεστώτας
κόβομαικοβόμαστε
κόβεσαικοβόσαστε, κόβεστε
κόβεταικόβονται
Παρατατικός
κοβόμουν, κοβόμουνακοβόμασταν, κοβόμαστε
κοβόσουν, κοβόσουνακοβόσασταν, κοβόσαστε
κοβόταν, κοβότανεκοβόντανε, κοβόντουσαν, κόβονταν
Αόριστος
κόπηκακοπήκαμε
κόπηκεςκοπήκατε
κόπηκεκοπήκαν, κοπήκανε, κόπηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κόβομαι θα κοβόμαστε
θα κόβεσαι θα κοβόσαστε, κόβεστε
θα κόβεται θα κόβονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα κοπώ θα κοπούμε
θα κοπείς θα κοπείτε
θα κοπεί θα κοπούν, κοπούνε
Παρακείμενος
έχω κοπείέχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κοπεί θα έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους
Ενεστώτας
να κόβομαι να κοβόμαστε
να κόβεσαι να κοβόσαστε, κόβεστε
να κόβεται να κόβονται
Αόριστος
να κοπώ να κοπούμε
να κοπείς να κοπείτε
να κοπεί να κοπούν, κοπούνε
Παρακείμενος
να έχω κοπείνα έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους
Ενεστώτας
-κόβεστε
Αόριστος
κόψουκοπείτε
-
κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους

κόβω

ρήμα
Ενεστώτας
κόβωκόβομε, κόβουμε
κόβειςκόβετε
κόβεικόβουν, κόβουνε
Παρατατικός
έκοβακόβαμε
έκοβεςκόβατε
έκοβεέκοβαν, κόβανε
Αόριστος
έκοψακόψαμε
έκοψεςκόψατε
έκοψεέκοψαν, κόψανε
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κόβω θα κόβομε, κόβουμε
θα κόβεις θα κόβετε
θα κόβει θα κόβουν, κόβουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω κόψειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κόψει θα έχω -
Ενεστώτας
να κόβω να κόβομε, κόβουμε
να κόβεις να κόβετε
να κόβει να κόβουν, κόβουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω κόψεινα έχω -
Ενεστώτας
κοβε, κόβε-
Αόριστος
κοψε, κόψεκόψτε
κόβοντας
Παρακείμενος
έχοντας κόψειέχοντας -
Ενεστώτας
κόβομαικοβόμαστε
κόβεσαικόβεστε
κόβεταικόβονται
Παρατατικός
κοβόμουν, κοβόμουνακοβόμασταν, κοβόμαστε
κοβόσουν, κοβόσουνακοβόσασταν, κοβόσαστε
κοβόταν, κοβότανεκόβονταν
Αόριστος
κόφτηκακοφτήκαμε
κόφτηκεςκοφτήκατε
κόφτηκεκοφτήκανε, κόφτηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα κόβομαι θα κοβόμαστε
θα κόβεσαι θα κόβεστε
θα κόβεται θα κόβονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα κοφτώ θα κοφτούμε
θα κοφτείς θα κοφτείτε
θα κοφτεί θα κοφτούν
Παρακείμενος
έχω κοφτείέχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω κοφτεί θα έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους
Ενεστώτας
να κόβομαι να κοβόμαστε
να κόβεσαι να κόβεστε
να κόβεται να κόβονται
Αόριστος
να κοφτώ να κοφτούμε
να κοφτείς να κοφτείτε
να κοφτεί να κοφτούν
Παρακείμενος
να έχω κοφτείνα έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους
Ενεστώτας
-κόβεστε
Αόριστος
κόψουκοφτείτε
-
κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους