sem exemplosEncontrado em 1 dicionário
O Dicionário Greco-Russo- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
κομμένος
разрезанный; разорванный
Adicionar ao meu dicionário
κομμένος
разре́занный; разо́рванный
Traduções de usuários
Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!
Formas de palavra
κόβω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
κόβω | κόβομε, κόβουμε |
κόβεις | κόβετε |
κόβει | κόβουν, κόβουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
έκοβα | κόβαμε |
έκοβες | κόβατε |
έκοβε | έκοβαν, κόβανε |
Αόριστος | |
---|---|
έκοψα | κόψαμε |
έκοψες | κόψατε |
έκοψε | έκοψαν, κόψανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κόβω | θα κόβομε, κόβουμε |
θα κόβεις | θα κόβετε |
θα κόβει | θα κόβουν, κόβουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κόψει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κόψει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κόβω | να κόβομε, κόβουμε |
να κόβεις | να κόβετε |
να κόβει | να κόβουν, κόβουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κόψει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοβε, κόβε | κόβετε |
Αόριστος | |
---|---|
κοψε, κόψε | κόφτε, κόψτε |
κόβοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας κόψει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κόβομαι | κοβόμαστε |
κόβεσαι | κόβεστε |
κόβεται | κόβονται |
Παρατατικός | |
---|---|
κοβόμουν, κοβόμουνα | κοβόμασταν, κοβόμαστε |
κοβόσουν, κοβόσουνα | κοβόσασταν, κοβόσαστε |
κοβόταν, κοβότανε | κοβόντανε, κοβόντουσαν, κόβονταν |
Αόριστος | |
---|---|
κόφτηκα | κοφτήκαμε |
κόφτηκες | κοφτήκατε |
κόφτηκε | κοφτήκανε, κόφτηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κόβομαι | θα κοβόμαστε |
θα κόβεσαι | θα κόβεστε |
θα κόβεται | θα κόβονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα κοφτώ | θα κοφτούμε |
θα κοφτείς | θα κοφτείτε |
θα κοφτεί | θα κοφτούν |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοφτεί | έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοφτεί | θα έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κόβομαι | να κοβόμαστε |
να κόβεσαι | να κόβεστε |
να κόβεται | να κόβονται |
Αόριστος | |
---|---|
να κοφτώ | να κοφτούμε |
να κοφτείς | να κοφτείτε |
να κοφτεί | να κοφτούν |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοφτεί | να έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | κόβεστε |
Αόριστος | |
---|---|
κόψου | κοφτείτε |
- |
κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
κόβομαι
ρήμα, Παθητική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
κόβομαι | κοβόμαστε |
κόβεσαι | κοβόσαστε, κόβεστε |
κόβεται | κόβονται |
Παρατατικός | |
---|---|
κοβόμουν, κοβόμουνα | κοβόμασταν, κοβόμαστε |
κοβόσουν, κοβόσουνα | κοβόσασταν, κοβόσαστε |
κοβόταν, κοβότανε | κοβόντανε, κοβόντουσαν, κόβονταν |
Αόριστος | |
---|---|
κόπηκα | κοπήκαμε |
κόπηκες | κοπήκατε |
κόπηκε | κοπήκαν, κοπήκανε, κόπηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κόβομαι | θα κοβόμαστε |
θα κόβεσαι | θα κοβόσαστε, κόβεστε |
θα κόβεται | θα κόβονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα κοπώ | θα κοπούμε |
θα κοπείς | θα κοπείτε |
θα κοπεί | θα κοπούν, κοπούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοπεί | έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοπεί | θα έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κόβομαι | να κοβόμαστε |
να κόβεσαι | να κοβόσαστε, κόβεστε |
να κόβεται | να κόβονται |
Αόριστος | |
---|---|
να κοπώ | να κοπούμε |
να κοπείς | να κοπείτε |
να κοπεί | να κοπούν, κοπούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοπεί | να έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | κόβεστε |
Αόριστος | |
---|---|
κόψου | κοπείτε |
- |
κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
κόβω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
κόβω | κόβομε, κόβουμε |
κόβεις | κόβετε |
κόβει | κόβουν, κόβουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
έκοβα | κόβαμε |
έκοβες | κόβατε |
έκοβε | έκοβαν, κόβανε |
Αόριστος | |
---|---|
έκοψα | κόψαμε |
έκοψες | κόψατε |
έκοψε | έκοψαν, κόψανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κόβω | θα κόβομε, κόβουμε |
θα κόβεις | θα κόβετε |
θα κόβει | θα κόβουν, κόβουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κόψει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κόψει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κόβω | να κόβομε, κόβουμε |
να κόβεις | να κόβετε |
να κόβει | να κόβουν, κόβουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κόψει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κοβε, κόβε | - |
Αόριστος | |
---|---|
κοψε, κόψε | κόψτε |
κόβοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας κόψει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
κόβομαι | κοβόμαστε |
κόβεσαι | κόβεστε |
κόβεται | κόβονται |
Παρατατικός | |
---|---|
κοβόμουν, κοβόμουνα | κοβόμασταν, κοβόμαστε |
κοβόσουν, κοβόσουνα | κοβόσασταν, κοβόσαστε |
κοβόταν, κοβότανε | κόβονταν |
Αόριστος | |
---|---|
κόφτηκα | κοφτήκαμε |
κόφτηκες | κοφτήκατε |
κόφτηκε | κοφτήκανε, κόφτηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα κόβομαι | θα κοβόμαστε |
θα κόβεσαι | θα κόβεστε |
θα κόβεται | θα κόβονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα κοφτώ | θα κοφτούμε |
θα κοφτείς | θα κοφτείτε |
θα κοφτεί | θα κοφτούν |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω κοφτεί | έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω κοφτεί | θα έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να κόβομαι | να κοβόμαστε |
να κόβεσαι | να κόβεστε |
να κόβεται | να κόβονται |
Αόριστος | |
---|---|
να κοφτώ | να κοφτούμε |
να κοφτείς | να κοφτείτε |
να κοφτεί | να κοφτούν |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω κοφτεί | να έχω κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | κόβεστε |
Αόριστος | |
---|---|
κόψου | κοφτείτε |
- |
κομμένος, κομμένη, κομμένο, κομμένου, κομμένης, κομμένε, κομμένοι, κομμένες, κομμένα, κομμένων, κομμένους |