sem exemplosEncontrado em 1 dicionário
O Dicionário Greco-Russo- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
ηλικιωμένος
пожилой
Adicionar ao meu dicionário
ηλικιωμένος
пожило́й
Traduções de usuários
Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!
Formas de palavra
ηλικιωμένος
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | ηλικιωμένος | ηλικιωμένη | ηλικιωμένο |
Γενική | ηλικιωμένου | ηλικιωμένης | ηλικιωμένου |
Αιτιατική | ηλικιωμένο | ηλικιωμένη | ηλικιωμένο |
Κλητική | ηλικιωμένε | ηλικιωμένη | ηλικιωμένο |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | ηλικιωμένοι | ηλικιωμένες | ηλικιωμένα |
Γενική | ηλικιωμένων | ηλικιωμένων | ηλικιωμένων |
Αιτιατική | ηλικιωμένους | ηλικιωμένες | ηλικιωμένα |
Κλητική | ηλικιωμένοι | ηλικιωμένες | ηλικιωμένα |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |