Traduções de usuários
Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!
Formas de palavra
αποκτώ
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
αποκτώ | αποκτούμε |
αποκτάς | αποκτάτε |
αποκτά | αποκτούν, αποκτούνε |
Παρατατικός | |
---|---|
αποκτούσα | αποκτούσαμε |
αποκτούσες | αποκτούσατε |
αποκτούσε | αποκτούσαν, αποκτούσανε |
Αόριστος | |
---|---|
απέκτησα | αποκτήσαμε |
απέκτησες | αποκτήσατε |
απέκτησε | αποκτήσανε, απέκτησαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα αποκτώ | θα αποκτούμε |
θα αποκτάς | θα αποκτάτε |
θα αποκτά | θα αποκτούν, αποκτούνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω αποκτήσει | έχω αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω αποκτήσει | θα έχω αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να αποκτώ | να αποκτούμε |
να αποκτάς | να αποκτάτε |
να αποκτά | να αποκτούν, αποκτούνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω αποκτήσει | να έχω αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | αποκτάτε, αποκτήσετε, αποκτήστε |
Αόριστος | |
---|---|
απόκτησε | - |
αποκτώντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας αποκτήσει | έχοντας αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
Ενεστώτας | |
---|---|
αποκτώμαι | αποκτώμεθα |
αποκτάσαι | αποκτάσθε, αποκτάστε |
αποκτάται | αποκτώνται |
Παρατατικός | |
---|---|
- | - |
- | - |
- | - |
Αόριστος | |
---|---|
αποκτήθηκα | αποκτηθήκαμε |
αποκτήθηκες | αποκτηθήκατε |
αποκτήθηκε | αποκτηθήκανε, αποκτήθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα αποκτώμαι | θα αποκτώμεθα |
θα αποκτάσαι | θα αποκτάσθε, αποκτάστε |
θα αποκτάται | θα αποκτώνται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα αποκτηθώ | θα αποκτηθούμε |
θα αποκτηθείς | θα αποκτηθείτε |
θα αποκτηθεί | θα αποκτηθούν, αποκτηθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω αποκτηθεί | έχω αποκτημένος, αποκτημένη, αποκτημένο, αποκτημένου, αποκτημένης, αποκτημένε, αποκτημένοι, αποκτημένες, αποκτημένα, αποκτημένων, αποκτημένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω αποκτηθεί | θα έχω αποκτημένος, αποκτημένη, αποκτημένο, αποκτημένου, αποκτημένης, αποκτημένε, αποκτημένοι, αποκτημένες, αποκτημένα, αποκτημένων, αποκτημένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να αποκτώμαι | να αποκτώμεθα |
να αποκτάσαι | να αποκτάσθε, αποκτάστε |
να αποκτάται | να αποκτώνται |
Αόριστος | |
---|---|
να αποκτηθώ | να αποκτηθούμε |
να αποκτηθείς | να αποκτηθείτε |
να αποκτηθεί | να αποκτηθούν, αποκτηθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω αποκτηθεί | να έχω αποκτημένος, αποκτημένη, αποκτημένο, αποκτημένου, αποκτημένης, αποκτημένε, αποκτημένοι, αποκτημένες, αποκτημένα, αποκτημένων, αποκτημένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | αποκτάσθε, αποκτάστε |
Αόριστος | |
---|---|
αποκτήσου | αποκτηθείτε |
αποκτώμενος, αποκτώμενη, αποκτώμενο, αποκτώμενου, αποκτώμενης, αποκτώμενε, αποκτώμενοι, αποκτώμενες, αποκτώμενα, αποκτώμενων, αποκτώμενους |
αποκτημένος, αποκτημένη, αποκτημένο, αποκτημένου, αποκτημένης, αποκτημένε, αποκτημένοι, αποκτημένες, αποκτημένα, αποκτημένων, αποκτημένους |