about icon-addNote android4 Answer apple4 icon-appStoreEN icon-appStoreES icon-appStorePT icon-appStoreRU Imported Layers Copy 7 icon-arrow-spined icon-ask icon-attention icon-bubble-blue icon-bubble-red ButtonError ButtonLoader ButtonOk icon-cake icon-camera icon-card-add icon-card-calendar icon-card-remove icon-card-sort chrome-extension-ru chrome-extension-es-mx chrome-extension-pt-br chrome-extension-ru comment comment icon-cop-cut icon-cop-star Cross Dislike icon-editPen icon-entrance icon-errorBig facebook flag flag_vector icon-globe icon-googlePlayEN icon-googlePlayRU icon-greyLoader icon-cake Heart 4EB021E9-B441-4209-A542-9E882D3252DE Created with sketchtool. Info Kebab icon-lamp icon-lampBig icon-learnHat icon-learning-hat Dislike Loup Loup icon-more icon-note icon-notifications icon-pen Pencil icon-play icon-plus-light icon-plus icon-rosie-cut Rune scrollUp Share-icon Shevron-Down Shevron Left Shevron Right sound sound1 sound2 sound3 sound4 sound2 icon-star Swap icon-translate Trash icon-tutor-ellipsis icon-tutor-flip Tutor folder icon icon-tutor-learned icon-twoWayArrow Mezhdunarodny_logotip_VK vk icon-word pen_icon Logo Logo Logo

Adicionar ao meu dicionário

αποδείχνω
дока́зывать

Traduções de usuários

Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!

Formas de palavra

αποδείχνω

ρήμα, Ενεστώτας, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας
αποδείχνωαποδείχνουμε
αποδείχνειςαποδείχνετε
αποδείχνειαποδείχνουν
Παρατατικός
--
--
--
Αόριστος
--
--
--
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αποδείχνω θα αποδείχνουμε
θα αποδείχνεις θα αποδείχνετε
θα αποδείχνει θα αποδείχνουν
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω -έχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω - θα έχω -
Ενεστώτας
να αποδείχνω να αποδείχνουμε
να αποδείχνεις να αποδείχνετε
να αποδείχνει να αποδείχνουν
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω - να έχω -
Ενεστώτας
--
Αόριστος
--
-
Παρακείμενος
έχοντας -έχοντας -

αποδείχνω

ρήμα
Ενεστώτας
αποδείχνωαποδείχνομε, αποδείχνουμε
αποδείχνειςαποδείχνετε
αποδείχνειαποδείχνουν, αποδείχνουνε
Παρατατικός
απέδειχνααποδείχναμε
απέδειχνεςαποδείχνατε
απέδειχνεαποδείχνανε, απέδειχναν
Αόριστος
απέδειξααποδείξαμε
απέδειξεςαποδείξατε
απέδειξεαποδείξανε, απέδειξαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αποδείχνω θα αποδείχνομε, αποδείχνουμε
θα αποδείχνεις θα αποδείχνετε
θα αποδείχνει θα αποδείχνουν, αποδείχνουνε
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα - θα -
θα - θα -
θα - θα -
Παρακείμενος
έχω αποδείξειέχω -
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αποδείξει θα έχω -
Ενεστώτας
να αποδείχνω να αποδείχνομε, αποδείχνουμε
να αποδείχνεις να αποδείχνετε
να αποδείχνει να αποδείχνουν, αποδείχνουνε
Αόριστος
να - να -
να - να -
να - να -
Παρακείμενος
να έχω αποδείξεινα έχω -
Ενεστώτας
απέδειχνε-
Αόριστος
απέδειξεαποδείξτε, αποδείχτε
αποδείχνοντας
Παρακείμενος
έχοντας αποδείξειέχοντας -
Ενεστώτας
αποδείχνομαιαποδειχνόμαστε
αποδείχνεσαιαποδειχνόσαστε, αποδείχνεστε
αποδείχνεταιαποδείχνονται
Παρατατικός
αποδειχνόμουν, αποδειχνόμουνααποδειχνόμασταν, αποδειχνόμαστε
αποδειχνόσουν, αποδειχνόσουνααποδειχνόσασταν, αποδειχνόσαστε
αποδειχνόταν, αποδειχνότανεαποδειχνόντανε, αποδειχνόντουσαν, αποδείχνονταν
Αόριστος
αποδείχθηκααποδειχθήκαμε
αποδείχθηκεςαποδειχθήκατε
αποδείχθηκεαποδειχθήκανε, αποδείχθηκαν
Εξακολουθητικός μέλλοντας
θα αποδείχνομαι θα αποδειχνόμαστε
θα αποδείχνεσαι θα αποδειχνόσαστε, αποδείχνεστε
θα αποδείχνεται θα αποδείχνονται
Στιγμιαίος μέλλοντας
θα αποδειχτώ θα αποδειχτούμε
θα αποδειχτείς θα αποδειχτείτε
θα αποδειχτεί θα αποδειχτούν, αποδειχτούνε
Παρακείμενος
έχω αποδειχτείέχω αποδειγμένος, αποδειγμένη, αποδειγμένο, αποδειγμένου, αποδειγμένης, αποδειγμένε, αποδειγμένοι, αποδειγμένες, αποδειγμένα, αποδειγμένων, αποδειγμένους
Υπερσυντέλικος μέλλοντας
θα έχω αποδειχτεί θα έχω αποδειγμένος, αποδειγμένη, αποδειγμένο, αποδειγμένου, αποδειγμένης, αποδειγμένε, αποδειγμένοι, αποδειγμένες, αποδειγμένα, αποδειγμένων, αποδειγμένους
Ενεστώτας
να αποδείχνομαι να αποδειχνόμαστε
να αποδείχνεσαι να αποδειχνόσαστε, αποδείχνεστε
να αποδείχνεται να αποδείχνονται
Αόριστος
να αποδειχτώ να αποδειχτούμε
να αποδειχτείς να αποδειχτείτε
να αποδειχτεί να αποδειχτούν, αποδειχτούνε
Παρακείμενος
να έχω αποδειχτείνα έχω αποδειγμένος, αποδειγμένη, αποδειγμένο, αποδειγμένου, αποδειγμένης, αποδειγμένε, αποδειγμένοι, αποδειγμένες, αποδειγμένα, αποδειγμένων, αποδειγμένους
Ενεστώτας
--
Αόριστος
αποδείξουαποδειχτείτε
-
αποδειγμένος, αποδειγμένη, αποδειγμένο, αποδειγμένου, αποδειγμένης, αποδειγμένε, αποδειγμένοι, αποδειγμένες, αποδειγμένα, αποδειγμένων, αποδειγμένους