Adicionar ao meu dicionário
αποδείχνω
дока́зывать
Traduções de usuários
Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!
Formas de palavra
αποδείχνω
ρήμα, Ενεστώτας, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
αποδείχνω | αποδείχνουμε |
αποδείχνεις | αποδείχνετε |
αποδείχνει | αποδείχνουν |
Παρατατικός | |
---|---|
- | - |
- | - |
- | - |
Αόριστος | |
---|---|
- | - |
- | - |
- | - |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα αποδείχνω | θα αποδείχνουμε |
θα αποδείχνεις | θα αποδείχνετε |
θα αποδείχνει | θα αποδείχνουν |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω - | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω - | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να αποδείχνω | να αποδείχνουμε |
να αποδείχνεις | να αποδείχνετε |
να αποδείχνει | να αποδείχνουν |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω - | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | - |
Αόριστος | |
---|---|
- | - |
- |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας - | έχοντας - |
αποδείχνω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
αποδείχνω | αποδείχνομε, αποδείχνουμε |
αποδείχνεις | αποδείχνετε |
αποδείχνει | αποδείχνουν, αποδείχνουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
απέδειχνα | αποδείχναμε |
απέδειχνες | αποδείχνατε |
απέδειχνε | αποδείχνανε, απέδειχναν |
Αόριστος | |
---|---|
απέδειξα | αποδείξαμε |
απέδειξες | αποδείξατε |
απέδειξε | αποδείξανε, απέδειξαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα αποδείχνω | θα αποδείχνομε, αποδείχνουμε |
θα αποδείχνεις | θα αποδείχνετε |
θα αποδείχνει | θα αποδείχνουν, αποδείχνουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω αποδείξει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω αποδείξει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να αποδείχνω | να αποδείχνομε, αποδείχνουμε |
να αποδείχνεις | να αποδείχνετε |
να αποδείχνει | να αποδείχνουν, αποδείχνουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω αποδείξει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
απέδειχνε | - |
Αόριστος | |
---|---|
απέδειξε | αποδείξτε, αποδείχτε |
αποδείχνοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας αποδείξει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
αποδείχνομαι | αποδειχνόμαστε |
αποδείχνεσαι | αποδειχνόσαστε, αποδείχνεστε |
αποδείχνεται | αποδείχνονται |
Παρατατικός | |
---|---|
αποδειχνόμουν, αποδειχνόμουνα | αποδειχνόμασταν, αποδειχνόμαστε |
αποδειχνόσουν, αποδειχνόσουνα | αποδειχνόσασταν, αποδειχνόσαστε |
αποδειχνόταν, αποδειχνότανε | αποδειχνόντανε, αποδειχνόντουσαν, αποδείχνονταν |
Αόριστος | |
---|---|
αποδείχθηκα | αποδειχθήκαμε |
αποδείχθηκες | αποδειχθήκατε |
αποδείχθηκε | αποδειχθήκανε, αποδείχθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα αποδείχνομαι | θα αποδειχνόμαστε |
θα αποδείχνεσαι | θα αποδειχνόσαστε, αποδείχνεστε |
θα αποδείχνεται | θα αποδείχνονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα αποδειχτώ | θα αποδειχτούμε |
θα αποδειχτείς | θα αποδειχτείτε |
θα αποδειχτεί | θα αποδειχτούν, αποδειχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω αποδειχτεί | έχω αποδειγμένος, αποδειγμένη, αποδειγμένο, αποδειγμένου, αποδειγμένης, αποδειγμένε, αποδειγμένοι, αποδειγμένες, αποδειγμένα, αποδειγμένων, αποδειγμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω αποδειχτεί | θα έχω αποδειγμένος, αποδειγμένη, αποδειγμένο, αποδειγμένου, αποδειγμένης, αποδειγμένε, αποδειγμένοι, αποδειγμένες, αποδειγμένα, αποδειγμένων, αποδειγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να αποδείχνομαι | να αποδειχνόμαστε |
να αποδείχνεσαι | να αποδειχνόσαστε, αποδείχνεστε |
να αποδείχνεται | να αποδείχνονται |
Αόριστος | |
---|---|
να αποδειχτώ | να αποδειχτούμε |
να αποδειχτείς | να αποδειχτείτε |
να αποδειχτεί | να αποδειχτούν, αποδειχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω αποδειχτεί | να έχω αποδειγμένος, αποδειγμένη, αποδειγμένο, αποδειγμένου, αποδειγμένης, αποδειγμένε, αποδειγμένοι, αποδειγμένες, αποδειγμένα, αποδειγμένων, αποδειγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | - |
Αόριστος | |
---|---|
αποδείξου | αποδειχτείτε |
- |
αποδειγμένος, αποδειγμένη, αποδειγμένο, αποδειγμένου, αποδειγμένης, αποδειγμένε, αποδειγμένοι, αποδειγμένες, αποδειγμένα, αποδειγμένων, αποδειγμένους |