sem exemplosEncontrado em 1 dicionário
O Dicionário Greco-Russo- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
αποδέχομαι
соглашаться, одобрять
Adicionar ao meu dicionário
αποδέχομαι
соглаша́ться; одобря́ть
Traduções de usuários
Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!
Formas de palavra
αποδέχομαι
ρήμα, Παθητική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
αποδέχομαι | αποδεχόμαστε |
αποδέχεσαι | αποδεχόσαστε, αποδέχεστε |
αποδέχεται | αποδέχονται |
Παρατατικός | |
---|---|
αποδεχόμουν, αποδεχόμουνα | αποδεχόμαστε |
αποδεχόσουν, αποδεχόσουνα | αποδεχόσαστε |
αποδεχόταν, αποδεχότανε | αποδέχονταν |
Αόριστος | |
---|---|
αποδέχτηκα, αποδέχθηκα | αποδεχθήκαμε, αποδεχτήκαμε |
αποδέχτηκες, αποδέχθηκες | αποδεχθήκατε, αποδεχτήκατε |
αποδέχτηκε, αποδέχθηκε | αποδεχθήκαν, αποδεχθήκανε, αποδεχτήκαν, αποδεχτήκανε, αποδέχτηκαν, αποδέχθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα αποδέχομαι | θα αποδεχόμαστε |
θα αποδέχεσαι | θα αποδεχόσαστε, αποδέχεστε |
θα αποδέχεται | θα αποδέχονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα αποδεχθώ, αποδεχτώ | θα αποδεχθούμε, αποδεχτούμε |
θα αποδεχθείς, αποδεχτείς | θα αποδεχθείτε, αποδεχτείτε |
θα αποδεχθεί, αποδεχτεί | θα αποδεχθούν, αποδεχθούνε, αποδεχτούν, αποδεχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω αποδεχθεί, αποδεχτεί | έχω αποδεγμένος, αποδεγμένη, αποδεγμένο, αποδεγμένου, αποδεγμένης, αποδεγμένε, αποδεγμένοι, αποδεγμένες, αποδεγμένα, αποδεγμένων, αποδεγμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω αποδεχθεί, αποδεχτεί | θα έχω αποδεγμένος, αποδεγμένη, αποδεγμένο, αποδεγμένου, αποδεγμένης, αποδεγμένε, αποδεγμένοι, αποδεγμένες, αποδεγμένα, αποδεγμένων, αποδεγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να αποδέχομαι | να αποδεχόμαστε |
να αποδέχεσαι | να αποδεχόσαστε, αποδέχεστε |
να αποδέχεται | να αποδέχονται |
Αόριστος | |
---|---|
να αποδεχθώ, αποδεχτώ | να αποδεχθούμε, αποδεχτούμε |
να αποδεχθείς, αποδεχτείς | να αποδεχθείτε, αποδεχτείτε |
να αποδεχθεί, αποδεχτεί | να αποδεχθούν, αποδεχθούνε, αποδεχτούν, αποδεχτούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω αποδεχθεί, αποδεχτεί | να έχω αποδεγμένος, αποδεγμένη, αποδεγμένο, αποδεγμένου, αποδεγμένης, αποδεγμένε, αποδεγμένοι, αποδεγμένες, αποδεγμένα, αποδεγμένων, αποδεγμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | αποδέχεστε |
Αόριστος | |
---|---|
αποδεξου | αποδεχθείτε, αποδεχτείτε |
αποδεχόμενος, αποδεχόμενη, αποδεχόμενο, αποδεχόμενου, αποδεχόμενης, αποδεχόμενε, αποδεχόμενοι, αποδεχόμενες, αποδεχόμενα, αποδεχόμενων, αποδεχόμενους |
αποδεγμένος, αποδεγμένη, αποδεγμένο, αποδεγμένου, αποδεγμένης, αποδεγμένε, αποδεγμένοι, αποδεγμένες, αποδεγμένα, αποδεγμένων, αποδεγμένους |