sem exemplosEncontrado em 1 dicionário
O Dicionário Greco-Russo- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
αιτία
η
причина ж, повод м, основание с
Adicionar ao meu dicionário
αιτία
Substantivo femininoпричи́на; по́вод; основа́ние
Traduções de usuários
Ainda não tem traduções deste texto.
Seja o primeiro a traduzir!
Formas de palavra
αιτία
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η αιτία, αιτίά | οι αιτίες |
Γενική | της αιτίας, αιτίάς | των αιτίων |
Αιτιατική | τη(ν) αιτία, αιτίαν, αιτίά, αιτίάν | τις αιτίες |
Κλητική | αιτία, αιτίά | αιτίες |
αιτία
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η αιτία | οι αιτίες |
Γενική | της αιτίας | των αιτιών |
Αιτιατική | τη(ν) αιτία, αιτίαν | τις αιτίες |
Κλητική | αιτία | αιτίες |