sin ejemplosSe encuentra en 1 diccionario
El diccionario griego-ruso- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
απλός
простой, несложный
простой, обыкновенный
простодушный
простой, скромный
Traducciones de usuarios
Aún no hay traducciones del este texto.
¡Sé primero de traducirlo!
Forma de la palabra
απλός
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | απλός | απλή | απλό |
Γενική | απλού | απλής | απλού |
Αιτιατική | απλό, απλόν | απλή, απλήν | απλό |
Κλητική | απλέ | απλή | απλό |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | απλοί | απλές | απλά |
Γενική | απλών | απλών | απλών |
Αιτιατική | απλούς | απλές | απλά |
Κλητική | απλοί | απλές | απλά |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |