without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
συμβολή
η
вклад м; содействие с
Add to my dictionary
συμβολή
Masculine nounвклад; соде́йствие
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
συμβολή
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η συμβολή | οι συμβολές |
Γενική | της συμβολής | των συμβολών |
Αιτιατική | τη(ν) συμβολή, συμβολήν | τις συμβολές |
Κλητική | συμβολή | συμβολές |