Add to my dictionary
πλένω
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
πλένω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
πλένω | πλένομε, πλένουμε |
πλένεις | πλένετε |
πλένει | πλένουν, πλένουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
έπλενα | πλέναμε |
έπλενες | πλένατε |
έπλενε | έπλεναν, πλένανε |
Αόριστος | |
---|---|
έπλυνα | πλύναμε |
έπλυνες | πλύνατε |
έπλυνε | έπλυναν, πλύνανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα πλένω | θα πλένομε, πλένουμε |
θα πλένεις | θα πλένετε |
θα πλένει | θα πλένουν, πλένουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω πλύνει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω πλύνει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να πλένω | να πλένομε, πλένουμε |
να πλένεις | να πλένετε |
να πλένει | να πλένουν, πλένουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω πλύνει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
πλενε | πλένετε |
Αόριστος | |
---|---|
πλύνε | πλύνετε, πλύντε |
πλένοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας πλύνει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
πλένομαι | πλενόμαστε |
πλένεσαι | πλενόσαστε, πλένεστε |
πλένεται | πλένονται |
Παρατατικός | |
---|---|
πλενόμουν, πλενόμουνα | πλενόμασταν, πλενόμαστε |
πλενόσουν, πλενόσουνα | πλενόσασταν, πλενόσαστε |
πλενόταν, πλενότανε | πλένονταν |
Αόριστος | |
---|---|
πλύθηκα | πλυθήκαμε |
πλύθηκες | πλυθήκατε |
πλύθηκε | πλυθήκαν, πλυθήκανε, πλύθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα πλένομαι | θα πλενόμαστε |
θα πλένεσαι | θα πλενόσαστε, πλένεστε |
θα πλένεται | θα πλένονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα πλυθώ | θα πλυθούμε |
θα πλυθείς | θα πλυθείτε |
θα πλυθεί | θα πλυθούν, πλυθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω πλυθεί | έχω πλυμένος, πλυμένη, πλυμένο, πλυμένου, πλυμένης, πλυμένε, πλυμένοι, πλυμένες, πλυμένα, πλυμένων, πλυμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω πλυθεί | θα έχω πλυμένος, πλυμένη, πλυμένο, πλυμένου, πλυμένης, πλυμένε, πλυμένοι, πλυμένες, πλυμένα, πλυμένων, πλυμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να πλένομαι | να πλενόμαστε |
να πλένεσαι | να πλενόσαστε, πλένεστε |
να πλένεται | να πλένονται |
Αόριστος | |
---|---|
να πλυθώ | να πλυθούμε |
να πλυθείς | να πλυθείτε |
να πλυθεί | να πλυθούν, πλυθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω πλυθεί | να έχω πλυμένος, πλυμένη, πλυμένο, πλυμένου, πλυμένης, πλυμένε, πλυμένοι, πλυμένες, πλυμένα, πλυμένων, πλυμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | πλένεστε |
Αόριστος | |
---|---|
πλύσου | πλυθείτε |
- |
πλυμένος, πλυμένη, πλυμένο, πλυμένου, πλυμένης, πλυμένε, πλυμένοι, πλυμένες, πλυμένα, πλυμένων, πλυμένους |