without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
οξύς
(в разн. знач.) острый
остроумный
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
οξύς
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | οξύς | οξεία | οξύ |
Γενική | οξέος | οξείας | οξέος |
Αιτιατική | οξύ | οξεία | οξύ |
Κλητική | οξύ | οξεία | οξύ |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | οξείς | οξείες | οξέα |
Γενική | οξέων | οξειών | οξέων |
Αιτιατική | οξείς | οξείες | οξέα |
Κλητική | οξείς | οξείες | οξέα |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |