without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ομάδα
η
группа ж; отряд м; бригада ж
спорт. команда ж
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ομάδα
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η ομάδα, ομάδά | οι ομάδες |
Γενική | της ομάδας, ομάδάς | των ομάδων |
Αιτιατική | τη(ν) ομάδα, ομάδαν, ομάδά, ομάδάν | τις ομάδες |
Κλητική | ομάδα, ομάδά | ομάδες |