without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
ολίγο
см. λίγο
Add to my dictionary
ολίγο
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ολίγος
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | ολίγος | ολίγη | ολίγο |
Γενική | ολίγου | ολίγης | ολίγου |
Αιτιατική | ολίγο | ολίγη | ολίγο |
Κλητική | ολίγε | ολίγη | ολίγο |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | ολίγοι | ολίγες | ολίγα |
Γενική | ολίγων | ολίγων | ολίγων |
Αιτιατική | ολίγους | ολίγες | ολίγα |
Κλητική | ολίγοι | ολίγες | ολίγα |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |