without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
νυχτώνει
απρόσ.
наступает ночь
Add to my dictionary
νυχτώνει
наступа́ет ночь
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
νυχτώνει
ρήμα, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
- | - |
νυχτώνω
ρήμα, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
νυχτώνω | νυχτώνομε, νυχτώνουμε |
νυχτώνεις | νυχτώνετε |
νυχτώνει | νυχτώνουν, νυχτώνουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
νύχτωνα | νυχτώναμε |
νύχτωνες | νυχτώνατε |
νύχτωνε | νυχτώνανε, νύχτωναν |
Αόριστος | |
---|---|
νύχτωσα | νυχτώσαμε |
νύχτωσες | νυχτώσατε |
νύχτωσε | νυχτώσανε, νύχτωσαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα νυχτώνω | θα νυχτώνομε, νυχτώνουμε |
θα νυχτώνεις | θα νυχτώνετε |
θα νυχτώνει | θα νυχτώνουν, νυχτώνουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα νυχτώσω | θα νυχτώσομε, νυχτώσουμε |
θα νυχτώσεις | θα νυχτώσετε |
θα νυχτώσει | θα νυχτώσουν, νυχτώσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω νυχτώσει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω νυχτώσει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να νυχτώνω | να νυχτώνομε, νυχτώνουμε |
να νυχτώνεις | να νυχτώνετε |
να νυχτώνει | να νυχτώνουν, νυχτώνουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να νυχτώσω | να νυχτώσομε, νυχτώσουμε |
να νυχτώσεις | να νυχτώσετε |
να νυχτώσει | να νυχτώσουν, νυχτώσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω νυχτώσει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
νύχτωνε | - |
Αόριστος | |
---|---|
νύχτωσε | - |
νυχτώνοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας νυχτώσει | έχοντας - |
νυχτώνω
ρήμα, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
νυχτώνω | νυχτώνομε, νυχτώνουμε |
νυχτώνεις | νυχτώνετε |
νυχτώνει | νυχτώνουν, νυχτώνουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
νύχτωνα | νυχτώναμε |
νύχτωνες | νυχτώνατε |
νύχτωνε | νυχτώνανε, νύχτωναν |
Αόριστος | |
---|---|
νύχτωσα | νυχτώσαμε |
νύχτωσες | νυχτώσατε |
νύχτωσε | νυχτώσανε, νύχτωσαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα νυχτώνω | θα νυχτώνομε, νυχτώνουμε |
θα νυχτώνεις | θα νυχτώνετε |
θα νυχτώνει | θα νυχτώνουν, νυχτώνουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα νυχτώνω, νυχτώσω | θα νυχτώνομε, νυχτώνουμε, νυχτώσουμε |
θα νυχτώνεις, νυχτώσεις | θα νυχτώνετε, νυχτώσετε |
θα νυχτώνει, νυχτώσει | θα νυχτώνουν, νυχτώνουνε, νυχτώσουν, νυχτώσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω νυχτώσει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω νυχτώσει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να νυχτώνω | να νυχτώνομε, νυχτώνουμε |
να νυχτώνεις | να νυχτώνετε |
να νυχτώνει | να νυχτώνουν, νυχτώνουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να νυχτώνω, νυχτώσω | να νυχτώνομε, νυχτώνουμε, νυχτώσουμε |
να νυχτώνεις, νυχτώσεις | να νυχτώνετε, νυχτώσετε |
να νυχτώνει, νυχτώσει | να νυχτώνουν, νυχτώνουνε, νυχτώσουν, νυχτώσουνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω νυχτώσει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
νύχτωνε | νυχτώνετε |
Αόριστος | |
---|---|
νύχτωσε | νυχτώστε |
νυχτώνοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας νυχτώσει | έχοντας - |
νυχτώνω
ρήμα
Ενεστώτας | |
---|---|
νυχτώνω | νυχτώνομε, νυχτώνουμε |
νυχτώνεις | νυχτώνετε |
νυχτώνει | νυχτώνουν, νυχτώνουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
νύχτωνα | νυχτώναμε |
νύχτωνες | νυχτώνατε |
νύχτωνε | νυχτώνανε, νύχτωναν |
Αόριστος | |
---|---|
νύχτωσα | νυχτώσαμε |
νύχτωσες | νυχτώσατε |
νύχτωσε | νυχτώσανε, νύχτωσαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα νυχτώνω | θα νυχτώνομε, νυχτώνουμε |
θα νυχτώνεις | θα νυχτώνετε |
θα νυχτώνει | θα νυχτώνουν, νυχτώνουνε |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα - | θα - |
θα - | θα - |
θα - | θα - |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω νυχτώσει | έχω - |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω νυχτώσει | θα έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
να νυχτώνω | να νυχτώνομε, νυχτώνουμε |
να νυχτώνεις | να νυχτώνετε |
να νυχτώνει | να νυχτώνουν, νυχτώνουνε |
Αόριστος | |
---|---|
να - | να - |
να - | να - |
να - | να - |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω νυχτώσει | να έχω - |
Ενεστώτας | |
---|---|
νύχτωνε | νυχτώνετε |
Αόριστος | |
---|---|
νύχτωσε | νυχτώστε |
νυχτώνοντας |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχοντας νυχτώσει | έχοντας - |
Ενεστώτας | |
---|---|
νυχτώνομαι | νυχτωνόμαστε |
νυχτώνεσαι | νυχτωνόσαστε, νυχτώνεστε |
νυχτώνεται | νυχτώνονται |
Παρατατικός | |
---|---|
νυχτωνόμουν, νυχτωνόμουνα | νυχτωνόμασταν |
νυχτωνόσουν, νυχτωνόσουνα | νυχτωνόσασταν, νυχτωνόσαστε |
νυχτωνόταν, νυχτωνότανε | νυχτωνόντανε, νυχτωνόντουσαν, νυχτώνονταν |
Αόριστος | |
---|---|
νυχτώθηκα | νυχτωθήκαμε |
νυχτώθηκες | νυχτωθήκατε |
νυχτώθηκε | νυχτωθήκαν, νυχτωθήκανε, νυχτώθηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα νυχτώνομαι | θα νυχτωνόμαστε |
θα νυχτώνεσαι | θα νυχτωνόσαστε, νυχτώνεστε |
θα νυχτώνεται | θα νυχτώνονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα νυχτωθώ | θα νυχτωθούμε |
θα νυχτωθείς | θα νυχτωθείτε |
θα νυχτωθεί | θα νυχτωθούν, νυχτωθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω νυχτωθεί | έχω νυχτωμένος, νυχτωμένη, νυχτωμένο, νυχτωμένου, νυχτωμένης, νυχτωμένε, νυχτωμένοι, νυχτωμένες, νυχτωμένα, νυχτωμένων, νυχτωμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω νυχτωθεί | θα έχω νυχτωμένος, νυχτωμένη, νυχτωμένο, νυχτωμένου, νυχτωμένης, νυχτωμένε, νυχτωμένοι, νυχτωμένες, νυχτωμένα, νυχτωμένων, νυχτωμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να νυχτώνομαι | να νυχτωνόμαστε |
να νυχτώνεσαι | να νυχτωνόσαστε, νυχτώνεστε |
να νυχτώνεται | να νυχτώνονται |
Αόριστος | |
---|---|
να νυχτωθώ | να νυχτωθούμε |
να νυχτωθείς | να νυχτωθείτε |
να νυχτωθεί | να νυχτωθούν, νυχτωθούνε |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω νυχτωθεί | να έχω νυχτωμένος, νυχτωμένη, νυχτωμένο, νυχτωμένου, νυχτωμένης, νυχτωμένε, νυχτωμένοι, νυχτωμένες, νυχτωμένα, νυχτωμένων, νυχτωμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | νυχτώνεστε |
Αόριστος | |
---|---|
νυχτώσου | νυχτωθείτε |
- |
νυχτωμένος, νυχτωμένη, νυχτωμένο, νυχτωμένου, νυχτωμένης, νυχτωμένε, νυχτωμένοι, νυχτωμένες, νυχτωμένα, νυχτωμένων, νυχτωμένους |