without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
μηρός
ο
бедро с
Add to my dictionary
μηρός
бедро
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
μηρός
ουσιαστικό, αρσενικό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | ο μηρός | οι μηροί |
Γενική | του μηρού | των μηρών |
Αιτιατική | τον μηρό, μηρόν | τους μηρούς |
Κλητική | μηρέ | μηροί |