without examplesFound in 1 dictionary
Add to my dictionary
μερίδιο
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
μερίδιο
ουσιαστικό, ουδέτερο
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | το μερίδιο, μερίδιό | τα μερίδια, μερίδιά |
Γενική | του μεριδίου | των μεριδίων |
Αιτιατική | το μερίδιο, μερίδιό | τα μερίδια, μερίδιά |
Κλητική | μερίδιο, μερίδιό | μερίδια, μερίδιά |