without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
κρανίο
το
череп м
Add to my dictionary
κρανίο
че́реп
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
κρανίο
ουσιαστικό, ουδέτερο
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | το κρανίο | τα κρανία |
Γενική | του κρανίου | των κρανίων |
Αιτιατική | το κρανίο | τα κρανία |
Κλητική | κρανίο | κρανία |