without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ισχύς
η
мощь ж, сила ж
могущество с
юр. действие с, сила ж
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ισχύς
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η ισχύς | οι ισχύες |
Γενική | της ισχύος | των ισχύων |
Αιτιατική | τη(ν) ισχύ | τις ισχύς |
Κλητική | ισχύ | ισχύες |