without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
επίπτωση
η, чаще πλ.
последствия мн.
Add to my dictionary
επίπτωση
после́дствия
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
επίπτωση
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η επίπτωση, επίπτωσή | οι επιπτώσεις |
Γενική | της επίπτωσης, επίπτωσής | των επιπτώσεων |
Αιτιατική | τη(ν) επίπτωση, επίπτωσην, επίπτωσή, επίπτωσήν | τις επιπτώσεις |
Κλητική | επίπτωση, επίπτωσή | επιπτώσεις |