Add to my dictionary
αυλή
двор
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
αυλή
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η αυλή | οι αυλές |
Γενική | της αυλής | των αυλών |
Αιτιατική | τη(ν) αυλή, αυλήν | τις αυλές |
Κλητική | αυλή | αυλές |