without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
αποδοχή
η
согласие с, одобрение с
πλ. заработная плата
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
αποδοχή
ουσιαστικό, θηλυκό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | η αποδοχή | οι αποδοχές |
Γενική | της αποδοχής | των αποδοχών |
Αιτιατική | τη(ν) αποδοχή, αποδοχήν | τις αποδοχές |
Κλητική | αποδοχή | αποδοχές |