without examplesFound in 1 dictionary
Add to my dictionary
αποδεικτικός
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
αποδεικτικός
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | αποδεικτικός | αποδεικτική | αποδεικτικό |
Γενική | αποδεικτικού | αποδεικτικής | αποδεικτικού |
Αιτιατική | αποδεικτικό, αποδεικτικόν | αποδεικτική, αποδεικτικήν | αποδεικτικό |
Κλητική | αποδεικτικέ | αποδεικτική | αποδεικτικό |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | αποδεικτικοί | αποδεικτικές | αποδεικτικά |
Γενική | αποδεικτικών | αποδεικτικών | αποδεικτικών |
Αιτιατική | αποδεικτικούς | αποδεικτικές | αποδεικτικά |
Κλητική | αποδεικτικοί | αποδεικτικές | αποδεικτικά |
Συγκριτικός βαθμός | αποδεικτικότερος, αποδεικτικότερη, αποδεικτικότερο |
Υπερθετικός βαθμός | αποδεικτικότατος, αποδεικτικότατη, αποδεικτικότατο |