without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
απλήρωτος
неоплаченный
незанятый, вакантный
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
απλήρωτος
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | απλήρωτος | απλήρωτη | απλήρωτο |
Γενική | απλήρωτου | απλήρωτης | απλήρωτου |
Αιτιατική | απλήρωτο | απλήρωτη | απλήρωτο |
Κλητική | απλήρωτε | απλήρωτη | απλήρωτο |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | απλήρωτοι | απλήρωτες | απλήρωτα |
Γενική | απλήρωτων | απλήρωτων | απλήρωτων |
Αιτιατική | απλήρωτους | απλήρωτες | απλήρωτα |
Κλητική | απλήρωτοι | απλήρωτες | απλήρωτα |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |