without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ακροάζομαι
внимательно слушать
выслушивать (больного)
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ακροάζομαι
ρήμα, Παθητική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
ακροάζομαι | ακροαζόμαστε |
ακροάζεσαι | ακροάζεστε |
ακροάζεται | ακροάζονται |
Παρατατικός | |
---|---|
ακροαζόμουν, ακροαζόμουνα | ακροαζόμασταν, ακροαζόμαστε |
ακροαζόσουν, ακροαζόσουνα | ακροαζόσασταν, ακροαζόσαστε |
ακροαζόταν, ακροαζότανε | ακροάζονταν |
Αόριστος | |
---|---|
ακροάστηκα | ακροαστήκαμε |
ακροάστηκες | ακροαστήκατε |
ακροάστηκε | ακροαστήκανε, ακροάστηκαν |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα ακροάζομαι | θα ακροαζόμαστε |
θα ακροάζεσαι | θα ακροάζεστε |
θα ακροάζεται | θα ακροάζονται |
Στιγμιαίος μέλλοντας | |
---|---|
θα ακροαστώ | θα ακροαστούμε |
θα ακροαστείς | θα ακροαστείτε |
θα ακροαστεί | θα ακροαστούν |
Παρακείμενος | |
---|---|
έχω - | έχω ακροασμένος, ακροασμένη, ακροασμένο, ακροασμένου, ακροασμένης, ακροασμένε, ακροασμένοι, ακροασμένες, ακροασμένα, ακροασμένων, ακροασμένους |
Υπερσυντέλικος μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω - | θα έχω ακροασμένος, ακροασμένη, ακροασμένο, ακροασμένου, ακροασμένης, ακροασμένε, ακροασμένοι, ακροασμένες, ακροασμένα, ακροασμένων, ακροασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
να ακροάζομαι | να ακροαζόμαστε |
να ακροάζεσαι | να ακροάζεστε |
να ακροάζεται | να ακροάζονται |
Αόριστος | |
---|---|
να ακροαστώ | να ακροαστούμε |
να ακροαστείς | να ακροαστείτε |
να ακροαστεί | να ακροαστούν |
Παρακείμενος | |
---|---|
να έχω - | να έχω ακροασμένος, ακροασμένη, ακροασμένο, ακροασμένου, ακροασμένης, ακροασμένε, ακροασμένοι, ακροασμένες, ακροασμένα, ακροασμένων, ακροασμένους |
Ενεστώτας | |
---|---|
- | - |
Αόριστος | |
---|---|
- | - |
- |
ακροασμένος, ακροασμένη, ακροασμένο, ακροασμένου, ακροασμένης, ακροασμένε, ακροασμένοι, ακροασμένες, ακροασμένα, ακροασμένων, ακροασμένους |