without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
αθλητής
ο, η - αθλήτρια
спортсмен м, спортсменка ж; физкультурник м, физкультурница ж
атлет м, атлетка ж
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
αθλητής
ουσιαστικό, αρσενικό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | ο αθλητής | οι αθλητές |
Γενική | του αθλητή | των αθλητών |
Αιτιατική | τον αθλητή, αθλητήν | τους αθλητές |
Κλητική | αθλητή | αθλητές |