without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
ίσια
прямо, непосредственно
точно, как раз
одинаково
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
ίσος
ουσιαστικό, αρσενικό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | ο ίσος | οι ίσια |
Γενική | του ίσου | των ίσων |
Αιτιατική | τον ίσο, ίσον | τους ίσια |
Κλητική | ίσε | ίσια |
ίσιος
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | ίσιος | ίσια | ίσιο |
Γενική | ίσιου | ίσιας | ίσιου |
Αιτιατική | ίσιο | ίσια | ίσιο |
Κλητική | ίσιε | ίσια | ίσιο |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | ίσιοι | ίσιες | ίσια |
Γενική | ίσιων | ίσιων | ίσιων |
Αιτιατική | ίσιους | ίσιες | ίσια |
Κλητική | ίσιοι | ίσιες | ίσια |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |