without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
έχω
(в разн. знач.) иметь
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
έχω
ρήμα, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
έχω | έχομε, έχουμε |
έχεις | έχετε |
έχει | έχουν, έχουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
είχα | είχαμε |
είχες | είχατε |
είχε | είχαν, είχανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω | θα έχομε, έχουμε |
θα έχεις | θα έχετε |
θα έχει | θα έχουν, έχουνε |
Ενεστώτας | |
---|---|
να έχω | να έχομε, έχουμε |
να έχεις | να έχετε |
να έχει | να έχουν, έχουνε |
Ενεστώτας | |
---|---|
έχε | έχετε |
έχοντας |