without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
έχω
(в разн. знач.) иметь
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
έχω
ρήμα, Ενεργετική φωνή
Ενεστώτας | |
---|---|
έχω | έχομε, έχουμε |
έχεις | έχετε |
έχει | έχουν, έχουνε |
Παρατατικός | |
---|---|
είχα | είχαμε |
είχες | είχατε |
είχε | είχαν, είχανε |
Εξακολουθητικός μέλλοντας | |
---|---|
θα έχω | θα έχομε, έχουμε |
θα έχεις | θα έχετε |
θα έχει | θα έχουν, έχουνε |
Ενεστώτας | |
---|---|
να έχω | να έχομε, έχουμε |
να έχεις | να έχετε |
να έχει | να έχουν, έχουνε |
Ενεστώτας | |
---|---|
έχε | έχετε |
έχοντας |