without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
- Contains 22,000 words used in everyday conversation and is intended for beginner students of Greek or Russian.
άγονος
бесплодный, неплодородный
тщетный
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
άγονος
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | άγονος | άγονη | άγονο |
Γενική | άγονου | άγονης | άγονου |
Αιτιατική | άγονο | άγονη | άγονο |
Κλητική | άγονε | άγονη | άγονο |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | άγονοι | άγονες | άγονα |
Γενική | άγονων | άγονων | άγονων |
Αιτιατική | άγονους | άγονες | άγονα |
Κλητική | άγονοι | άγονες | άγονα |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |
άγονος
ουσιαστικό, αρσενικό
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | ο άγονος, άγονός | οι άγονοι, άγονοί |
Γενική | του αγόνου | των αγόνων |
Αιτιατική | τον άγονο, άγονον, άγονό, άγονόν | τους αγόνους |
Κλητική | άγονε, άγονέ | άγονοι, άγονοί |