without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
άβαλτος
неношеный (об одежде, обуви)
Add to my dictionary
άβαλτος
нено́шеный
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
άβαλτος
επίθετο
Αρσενικό Ενικό | Θηλυκό Ενικό | Ουδέτερο Ενικό | |
Ονοματική | άβαλτος | άβαλτη | άβαλτο |
Γενική | άβαλτου | άβαλτης | άβαλτου |
Αιτιατική | άβαλτο | άβαλτη | άβαλτο |
Κλητική | άβαλτε | άβαλτη | άβαλτο |
Αρσενικό Πληθυντικό | Θηλυκό Πληθυντικό | Ουδέτερο Πληθυντικό | |
Ονοματική | άβαλτοι | άβαλτες | άβαλτα |
Γενική | άβαλτων | άβαλτων | άβαλτων |
Αιτιατική | άβαλτους | άβαλτες | άβαλτα |
Κλητική | άβαλτοι | άβαλτες | άβαλτα |
Συγκριτικός βαθμός | - |
Υπερθετικός βαθμός | - |