without examplesFound in 1 dictionary
The Greek-Russian Dictionary- dicts.universal_el_ru.description
- dicts.universal_el_ru.description
Άρτα
η
ном., г. Арта (Эпир)
Add to my dictionary
Άρτα
ном.; г. А́рта
User translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
Άρτα
ουσιαστικό, ουδέτερο, πληθυντικός
Πληθυντικός | |
Ονοματική | τα Άρτα, Άρτά |
Γενική | των Άρτων |
Αιτιατική | τα Άρτα, Άρτά |
Κλητική | Άρτα, Άρτά |
Άρτα
ουσιαστικό, ουδέτερο, πληθυντικός
Πληθυντικός | |
Ονοματική | τα Άρτα |
Γενική | των Άρτων |
Αιτιατική | τα Άρτα |
Κλητική | Άρτα |
Άρτο
ουσιαστικό, ουδέτερο
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | το Άρτο | τα Άρτα |
Γενική | του Άρτου | των Άρτων |
Αιτιατική | το Άρτο | τα Άρτα |
Κλητική | Άρτο | Άρτα |
Άρτα
ουσιαστικό, θηλυκό, ενικός
Ενικός | |
Ονοματική | η Άρτα |
Γενική | της Άρτας |
Αιτιατική | τη(ν) Άρτα, Άρταν |
Κλητική | Άρτα |