Add to my dictionary
Not foundUser translations
No translations for this text yet.
Be the first to translate it!
Word forms
λεωφορείο
ουσιαστικό, ουδέτερο
Ενικός | Πληθυντικός | |
Ονοματική | το λεωφορείο | τα λεωφορεία |
Γενική | του λεωφορείου | των λεωφορείων |
Αιτιατική | το λεωφορείο | τα λεωφορεία |
Κλητική | λεωφορείο | λεωφορεία |